Ο Douglas Quaid είναι ένας απλός εργάτης σε ένα εργοστάσιο που συναρμολογεί ρομπότ και είναι παντρεμένος με τη Lori, μια πανέμορφη γυναίκα που κάνει μια εξίσου απλή ζωή. Στον ύπνο του όμως, βλέπει ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο πως είναι κάποιος άλλος, ένας πράκτορας, και στο πλευρό του δεν έχει την Lori αλλά μια άλλη γυναίκα. Μια εταιρεία, η Rekall, εμφυτεύει στους πελάτες της αναμνήσεις κατά παραγγελία, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ζήσουν κάτι που δεν μπορούν. Όταν ο Douglas θα επισκεφτεί αυτή την εταιρεία, κάτι θα πάει πολύ στραβά και από εκεί θα ξεκινήσει ένα μεγάλο κυνηγητό, καθώς όλοι θα προσπαθούν να τον πιάσουν, εκτός από την γυναίκα που έβλεπε στο όνειρό του. Μπερδεμένος για το τί είναι αληθινό και τί όχι, ο Douglas θα προσπαθήσει να ξεφύγει από αυτούς που τον κυνηγάνε αλλά και να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό, ενώ παράλληλα καλείται να σταματήσει τα σχέδια ενός δυνάστη.
Ο Len Wiseman επιστρέφει στον κινηματογράφο ως σκηνοθέτης μετά από το Die Hard 4 και τα δύο πρώτα μέρη της σειράς Underworld, με ένα remake μιας cult ταινίας του 90’, της Ολικής Επαναφοράς. Το σενάριο της ταινίας είναι, όπως και στην παλιά ταινία, βασισμένο στο διήγημα του Philip K. Dick, “ We Can Remember It for You Wholesale”, με κάποιες αλλαγές που φέρνουν την ιστορία σε ποιο σύγχρονα μοτίβα. Η πλοκή, πέρα από την τρομερή δυνατότητα αγοράς αναμνήσεων, περιλαμβάνει και ένα δυστοπικό μέλλον στο οποίο μόνο δύο μέρη πάνω στον πλανήτη είναι ακόμα κατοικήσιμα, η Αγγλία και η Αυστραλία, με την πρώτη να προσπαθεί να υποδουλώσει την δεύτερη. Το σκηνικό θυμίζει έντονα Bladerunner ενώ η φωτογραφία στην πλευρά της Αυστραλίας είναι καταπληκτική. Ο Wiseman έχει στην διάθεσή του μία ωραία ιστορία που μπορεί να αποκτήσει δυνατό βάθος ειδικά με την διαμάχη των δύο χωρών και τις κοινωνικές προεκτάσεις της, αλλά αποφασίζει να μην την εκμεταλλευτεί. Επικεντρώνεται αποκλειστικά στην δράση και δημιουργεί ένα ξέφρενο κυνηγητό που ξεκινάει κοντά στην αρχή της ταινίας και τελειώνει λίγο πριν τους τίτλους τέλους, χωρίς να αφήσει τον θεατή να πάρει ανάσα, αλλά ούτε και να σκεφτεί πολύ αυτό που βλέπει. Η κάμερα του Wiseman κινείται πολύ γρήγορα και περνά το συναίσθημα της καταδίωξης και στον θεατή, ενώ δεν λείπουν οι μάχες σώμα με σώμα, τα όπλα αλλά και οι εκρήξεις. Η παραγωγή άλλωστε είναι υψηλού επιπέδου, με μοναδικό ίσως μειονέκτημα την έλλειψη ενός, αντίστοιχου με την ποιότητα της εικόνας, μουσικού score.
Στον ρόλο του Douglas Quaid, τον ρόλο που στην παλιά ταινία είχε υποδυθεί ο Arnold Schwarzenegger, βλέπουμε τον Colin Farrell (Fright Night), σε μια πιο “καθημερινή” έκδοση του ήρωα, καθώς ο Colin Farrell δεν μπορεί να βγάλει την τρέλα που είχε ο Arnold. Δίπλα του, η Kate Beckinsale (Underworld) εμφανίζεται στον ρόλο της γυναίκας του Douglas, ένας ρόλος πολύ αλλαγμένος και πολύ πιο ενεργός, καθώς βρίσκεται μέσα στις περισσότερες μάχες, και η εντελώς άχρωμη Jessica Biel στον ρόλο της γυναίκας που έβλεπε στο όνειρό του ο Douglas. Δυστυχώς η παντελής έλλειψη χημείας μεταξύ του cast είναι εύκολα εμφανής, ειδικά στους διαλόγους που προσπαθούν να δώσουν λίγο χιούμορ στην ταινία αλλά τελικά περνάνε εντελώς απαρατήρητοι.
Το Total Recall θα μπορούσε στα χέρια άλλου σκηνοθέτη να γίνει ένα πολύ επιτυχημένο remake, αλλά επιλέγοντας τον Len Wiseman η παραγωγή αποφάσισε να γυρίσει μια εύκολη αλλά όμορφη ταινία. Με ένα πιο δεμένο cast το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ καλύτερο, αλλά ακόμα και με τα ελαττώματά της, η ταινία παραμένει μια δυνατή περιπέτεια που όμως δεν θα αργήσεις να ξεχάσεις.
Ο Len Wiseman επιστρέφει στον κινηματογράφο ως σκηνοθέτης μετά από το Die Hard 4 και τα δύο πρώτα μέρη της σειράς Underworld, με ένα remake μιας cult ταινίας του 90’, της Ολικής Επαναφοράς. Το σενάριο της ταινίας είναι, όπως και στην παλιά ταινία, βασισμένο στο διήγημα του Philip K. Dick, “ We Can Remember It for You Wholesale”, με κάποιες αλλαγές που φέρνουν την ιστορία σε ποιο σύγχρονα μοτίβα. Η πλοκή, πέρα από την τρομερή δυνατότητα αγοράς αναμνήσεων, περιλαμβάνει και ένα δυστοπικό μέλλον στο οποίο μόνο δύο μέρη πάνω στον πλανήτη είναι ακόμα κατοικήσιμα, η Αγγλία και η Αυστραλία, με την πρώτη να προσπαθεί να υποδουλώσει την δεύτερη. Το σκηνικό θυμίζει έντονα Bladerunner ενώ η φωτογραφία στην πλευρά της Αυστραλίας είναι καταπληκτική. Ο Wiseman έχει στην διάθεσή του μία ωραία ιστορία που μπορεί να αποκτήσει δυνατό βάθος ειδικά με την διαμάχη των δύο χωρών και τις κοινωνικές προεκτάσεις της, αλλά αποφασίζει να μην την εκμεταλλευτεί. Επικεντρώνεται αποκλειστικά στην δράση και δημιουργεί ένα ξέφρενο κυνηγητό που ξεκινάει κοντά στην αρχή της ταινίας και τελειώνει λίγο πριν τους τίτλους τέλους, χωρίς να αφήσει τον θεατή να πάρει ανάσα, αλλά ούτε και να σκεφτεί πολύ αυτό που βλέπει. Η κάμερα του Wiseman κινείται πολύ γρήγορα και περνά το συναίσθημα της καταδίωξης και στον θεατή, ενώ δεν λείπουν οι μάχες σώμα με σώμα, τα όπλα αλλά και οι εκρήξεις. Η παραγωγή άλλωστε είναι υψηλού επιπέδου, με μοναδικό ίσως μειονέκτημα την έλλειψη ενός, αντίστοιχου με την ποιότητα της εικόνας, μουσικού score.
Στον ρόλο του Douglas Quaid, τον ρόλο που στην παλιά ταινία είχε υποδυθεί ο Arnold Schwarzenegger, βλέπουμε τον Colin Farrell (Fright Night), σε μια πιο “καθημερινή” έκδοση του ήρωα, καθώς ο Colin Farrell δεν μπορεί να βγάλει την τρέλα που είχε ο Arnold. Δίπλα του, η Kate Beckinsale (Underworld) εμφανίζεται στον ρόλο της γυναίκας του Douglas, ένας ρόλος πολύ αλλαγμένος και πολύ πιο ενεργός, καθώς βρίσκεται μέσα στις περισσότερες μάχες, και η εντελώς άχρωμη Jessica Biel στον ρόλο της γυναίκας που έβλεπε στο όνειρό του ο Douglas. Δυστυχώς η παντελής έλλειψη χημείας μεταξύ του cast είναι εύκολα εμφανής, ειδικά στους διαλόγους που προσπαθούν να δώσουν λίγο χιούμορ στην ταινία αλλά τελικά περνάνε εντελώς απαρατήρητοι.
Το Total Recall θα μπορούσε στα χέρια άλλου σκηνοθέτη να γίνει ένα πολύ επιτυχημένο remake, αλλά επιλέγοντας τον Len Wiseman η παραγωγή αποφάσισε να γυρίσει μια εύκολη αλλά όμορφη ταινία. Με ένα πιο δεμένο cast το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ καλύτερο, αλλά ακόμα και με τα ελαττώματά της, η ταινία παραμένει μια δυνατή περιπέτεια που όμως δεν θα αργήσεις να ξεχάσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου